- ἀνδραχθής
- ἀνδραχθήςloading a manmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ανδραχθής — ἀνδραχθής, ές (Α) (για πράγματα) 1. αυτός που το βάρος του είναι περίπου ίσο με το βάρος ενός άνδρα 2. βαρύς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανήρ, ανδρός + αχθής < άχθομαι «βαρύνομαι, είμαι φορτωμένος» (πρβλ. δυσαχθής, βαρυαχθής, κ.ά.)] … Dictionary of Greek
ἀνδραχθῆ — ἀνδραχθής loading a man neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἀνδραχθής loading a man masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἀνδραχθής loading a man masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνδραχθεῖς — ἀνδραχθής loading a man masc/fem acc pl ἀνδραχθής loading a man masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνδραχθέες — ἀνδραχθής loading a man masc/fem nom/voc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνδραχθέσι — ἀνδραχθής loading a man masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άνδρας — και άντρας, ο (Α ἀνήρ) 1. αρσενικός άνθρωπος (σ’ αντίθεση με τη γυναίκα) 2. ομόκλινος, σύζυγος 3. ανδρείος, γενναίος, παληκάρι 4. αυτός που μπήκε στην αντρική ηλικία, ενήλικος, ώριμος 5. στρατιώτης, οπλίτης 6. φρ. «κατ’ ἄνδρα», ένας ένας με τη… … Dictionary of Greek
άχθος — το (AM) βάρος, φορτίο μσν. φρ. «ἄχθη τῆς θαλάσσης» κήτη αρχ. 1. στενοχώρια, λύπη, βάρος 2. φρ. (για οκνηρούς και άχρηστους ανθρώπους) «ἄχθος ἀρούρης» ενόχληση, βάρος της γης. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. άχθομαι. ΠΑΡ. αρχ. αχθεινός, αχθίζω. ΣΥΝΘ. αχθοφόρος,… … Dictionary of Greek